- ραιβόκρανο
- Παραμόρφωση της αυχενικής χώρας που οφείλεται σε μονόπλευρη σύσπαση μυός ή μαλακών ιστών του αυχένα, ή παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης. Συνοδεύεται με ακούσια και μόνιμη κλίση του κεφαλιού. Υπάρχουν δύο είδη ρ. Το συγγενές ρ., εξαιτίας ατελούς ανάπτυξης ή τραύματος κατά τον τοκετό και το επίκτητο, που προκαλείται μετά από κάκωση, εγκαύματα κλπ. ή ως συνέπεια φλεγμονής του μυός ή των λεμφικών αδένων. Κατά το ρ. το κεφάλι έχει κλίση προς την πλευρά του μυός που έχει υποστεί βλάβη και ο αυχένας επίσης προς τον ώμο που βρίσκεται στην ίδια πλευρά, ενώ το πηγούνι ανυψώνεται λίγο και διευθύνεται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι κινήσεις του κεφαλιού και ιδιαίτερα οι πλευρικές, περιορίζονται σημαντικά. Αν δεν γίνει θεραπεία έγκαιρα, η παραμόρφωση οδηγεί βαθμιαία στην ασυμμετρία του προσώπου και του κρανίου, της σπονδυλικής στήλης κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.